- μανός
- I
Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι.1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Γιος του Μανουήλ (βλ. 8.). Έγινε μέγας ποστέλνικος (υπουργός Εξωτερικών) της Βλαχίας, μέγας σπαθάριος (σωματοφύλακας) και μέγας βάνος. Το 1781 διορίστηκε μέγας λογοθέτης (αξιωματούχος ισότιμος με υπουργό) του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.2. Αλέξανδρος (1833 – 1895). Διπλωμάτης. Εγγονός του Γεώργιου (βλ. 4.). Διετέλεσε πρόξενος στο Βουκουρέστι και στην Αίγυπτο.3. Γεώργιος (18ος-19ος αι.). Διπλωμάτης. Στις αρχές του 19ου αι. ακολούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις επιχειρήσεις του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Εξαιτίας της συμμετοχής του στην Επανάσταση, οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τον αδελφό του Ιωάννη. Μετά την Επανάσταση, υπηρέτησε σε διάφορες διπλωματικές θέσεις.4. Γρηγόριος (18ος-19ος αι.). Στις παραμονές του Αγώνα διορίστηκε μέλος της εφορευτικής επιτροπής του ταμείου Κιβώτιον Ελέους το οποίο διενεργούσε πανελλήνιους εράνους για εθνικούς σκοπούς.5. Δημήτριος (18ος-19ος αι.). Μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Το 1782 διαπραγματεύτηκε την ειρήνη με την Αυστρία και τη Ρωσία. Το 1793 εξελέγη μέγας ποστέλνικος της Βλαχίας και, στη συνέχεια, μέγας σπαθάριος και μέγας λογοθέτης. Το 1820 μετέφρασε στα ελληνικά το Λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας.6. Ιάκωβος (17ος-18ος αι.). Λόγιος και θεολόγος. Φοίτησε στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης πριν από το 1670, της οποίας στη συνέχεια χρημάτισε διευθυντής, από το 1707 ή 1708 έως το 1721. Έξοχος θεολόγος και ρήτορας, βαθυστόχαστος ελληνιστής, αναγορεύτηκε από την Εκκλησία ως ο ύπατος των φιλοσόφων. Ανάμεσα στους μαθητές του, συγκαταλέγονταν διάσημα πρόσωπα, όπως ο Νικόλαος και ο Ιωάννης Μαυροκορδάτος, ο πατριάρχης Σαμουήλ, ο Δημήτριος Προκοπίου κ.ά. Μόνο δύο από τα έργα του δημοσιεύτηκαν, ο επικήδειος στον Αλέξανδρος Μαυροκορδάτο και το εγκώμιο στον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, ηγεμόνα της Βλαχίας. Η σχέση του με την οικογένεια Μάνου δεν είναι εξακριβωμένη.7. Μανουήλ (1610 – 1699). Γιος του Γεωργίου (βλ. 4.). Διέθεσε πολλά χρήματα για την ίδρυση ελληνικών σχολείων στο Φανάρι, στη Χίο, στην Άρτα, στο Αιτωλικό και στην Καστοριά.8. Μανουήλ (1721 – 1786). Γιατρός και λόγιος. Ήταν εγγονός του Ιάκωβου (βλ. 7.). Το 1765 διορίστηκε μέγας σπαθάριος της Βλαχίας και το 1770 μέγας λογοθέτης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.IIΕπώνυμο ιστορικής οικογένειας του 19ου και 20ού αι.1. Θρασύβουλος (Κωνσταντινούπολη 1835 – Αθήνα 1922). Υποστράτηγος. Το 1854 συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Το 1855 υπέγραψε ως πληρεξούσιος της Ελλάδας τη Διεθνή Τηλεγραφική Σύμβαση. Το 1862 πήρε μέρος στην αντιοθωνική επανάσταση και το 1866 στην Κρητική επανάσταση. Αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος στη μάχη του Βαφέ και φυλακίστηκε επί δύο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος στην προέλαση του ελληνικού στρατού στον Δομοκό (1878). Διετέλεσε διευθυντής της Σχολής Ευελπίδων (1885- 90 και 1891-94). Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ορίστηκε αρχηγός της μεραρχίας της Ηπείρου.2. Κωνσταντίνος (Αθήνα 1869 – Λαγκαδάς 1913). Πολιτικός και λογοτέχνης. Ήταν γιος του Θρασύβουλου Μάνου και της Ρωξάνης Μαυρομιχάλη. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές στην Αθήνα, όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1891). Το 1894 ο Μ. παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και φιλολογίας στην Οξφόρδη. Παράλληλα διετέλεσε αναγνώστης και καθηγητής ελληνικών της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ (1854-98). Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, συνέβαλε δραστήρια στην οργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων του 1896. Τον ίδιο χρόνο ξέσπασε η Κρητική επανάσταση και ο Μ. οργάνωσε σώμα εθελοντών με την ονομασία Ιερός Λόχος και πήγε στην Κρήτη. Απογοητευμένος από τις πρώτες εμπειρίες του πολέμου, ταξίδεψε έως την Αλάσκα. Μετά τη λύση του Κρητικού ζητήματος ο Μ. επέστρεψε στην Κρήτη και εγκαταστάθηκε εκεί. Επί της αρμοστείας του πρίγκιπα Γεωργίου, διετέλεσε δήμαρχος Χανίων (1901-12), παραιτήθηκε όμως και αντιπολιτεύτηκε τον πρίγκιπα. Πήρε μέρος στον Μακεδόνικο αγώνα στην Καστοριά με το ψευδώνυμο Μιχαηλίδης. Το 1905 ο Μ. μετείχε στην Κρητική συνέλευση του Θερίσου, αποτελώντας την ηγετική τριανδρία μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Φούμη., και εξελέγη βουλευτής Χανίων μετά την αποχώρηση του πρίγκιπα Γεωργίου. Μετά την επανάσταση στο Γουδί (1909) εξελέγη πληρεξούσιος Αττικής σε δύο αναθεωρητικές Βουλές. Στους Βαλκανικούς πολέμους ο Μ. ήταν επικεφαλής δικού του στρατιωτικού σώματος και συνετέλεσε στην απελευθέρωση της Πρέβεζας. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Ο Μ. έκανε την εμφάνισή του ως ποιητής όταν ήταν ακόμη φοιτητής. Πήρε μέρος στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό με την ποιητική του συλλογή Λόγια της καρδιάς, η οποία κέρδισε το πρώτο βραβείο. Από τότε δημοσίευσε πολλά ποιήματα στη φιλολογική Εστία και σε άλλα περιοδικά. Ο Μ. μετέφρασε στη δημοτική την Αντιγόνη του Σοφοκλή (1905), μεσούντος του γλωσσικού ζητήματος, και άφησε πολλά ανέκδοτα ποιήματα.3. Πέτρος (Ναύπλιο 1871 – Σεν Μόριτς 1918). Αξιωματικός του ιππικού. Ήταν δευτερότοκος γιος του Θρασύβουλου. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1897 ως αξιωματικός του επιτελείου του αποβατικού στρατού της Κρήτης. Στον Μακεδονικό αγώνα (1904-7) πήρε μέρος ως οπλαρχηγός με το ψευδώνυμο Καπεταν-Βέργος. Μετά την επανάσταση του 1909 στο Γουδί, παραιτήθηκε από τον στρατό. Το 1912-13 υπηρέτησε στους Βαλκανικούς πολέμους ως αξιωματικός του επιτελείου της 4ης μεραρχίας, με τον βαθμό του έφεδρου ίλαρχου. Μετά τον τερματισμό των πολέμων, ως επίλαρχος πια, προσελήφθη στα Ανάκτορα με το αξίωμα του υποσταβλάρχη. Στη θέση αυτή έμεινε έως την άνοιξη του 1917, οπότε πήγε στην Πελοπόννησο. Ακολούθησε στο εξωτερικό τον βασιλιά Κωνσταντίνο, μετά την εκθρόνισή του (1917), και πέθανε στην Ελβετία. Κόρη του ήταν η Ασπασία Μάνου (βλ. λ.), σύζυγος του βασιλιά Αλέξανδρου.* * *-ή, -ό (AM μανός, -ή, -όν)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο μανόςη χαλαρή θηλειά ενός αραιά πλεγμένου διχτιούνεοελλ.-μσν.αδρανής, οκνηρός, νωθρόςμσν.διανοητικά ασθενήςμσν.-αρχ.απαλός, μαλακός, χαλαρός ως προς τη σύσταση («ὁ δὲ μαστὸς μανός», Αριστοτ.)αρχ.1. λεπτός, ισχνός2. σπάνιος, αραιός («κάτωθεν τοῡ βλεφάρου ἐνίοις μαναὶ τρίχες πεφύκασιν», Αριστοτ.)3. πορώδης, μη συμπαγής, σπογγώδης («μανὸς ὁ πνεύμων», Αρετ.)4. (για φυτά) α) φυτεμένος αραιάβ) εξαπλωμένος σε μεγάλη έκταση.επίρρ...μανῶς (Α)αραιά, σπάνια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μανός < *μανFός (πρβλ. μάνυ και μάνυζα*) ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mn- τής ΙΕ ρίζας *men-wo «μικρός, μικραίνω» (πρβλ. μόνος) και συνδέεται με αρμ. manr «μικρός, αδύνατος» και manuk «παιδί, δούλος», αρχ. ινδ. manāk «λίγο», λιθουαν. menkas «βραχύς», αρχ. ιρλδ. menb «μικρός» κ.ά. Η σύνδεση τού τ. μανός με τον τ. βάναυσος* και τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος μαναύεται* δεν φαίνεται πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.